- περιοικοδόμημα
- τὸ, Α [περιοικοδομώ]1. τοίχος κτισμένος γύρω από οικοδόμημα, περίφραγμα2. οι οικοδομές γύρω από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιοικοδόμημα — wall built round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)